- μεγαθυμία
- μεγαθυμία ηвеликодушие, благородство
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
μεγαθυμία — η 1. μεγαλοψυχία, γενναιοψυχία 2. ανεκτικότητα, υπομονητικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάθυμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Π. Λαζαρή] … Dictionary of Greek